- καταλάμπω
- (AM καταλάμπω)εκπέμπω λαμπρό φως, λαμποκοπώ («ἐν μέσῳ κατέλαμπε σάκει φαέθων κύκλος ἀελίοιο» — στη μέση τής ασπίδας λαμποκοπούσε ο φωτεινός κύκλος τού ήλιου, Ευρ.)μσν.-αρχ.1. λάμπω πάνω σε κάποιον ή κάτι, φωτίζω κάποιον ή κάτι με λαμπρό φως (α. «Χαίρε, ἀστραπή, τὰς ψυχάς καταλάμπουσα», Ακάθ. Ύμν.β. «κατέλαμπον τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα», Πλούτ.)2. παθ. καταλάμπομαιφωτίζομαι έντονα από κάτι, δέχομαι την ακτινοβολία από κάποιον (α. «ὑπὸ τοῡ ἡλίου καταλαμπόμενοι», Ξεν.β. «... ὑπὸ τοῡ κάλλους καταλαμφθεῑσα»).
Dictionary of Greek. 2013.